αχνάρι

αχνάρι
το
-ιού
1. αποτύπωμα του πέλματος ανθρώπων ή ζώων στο έδαφος: Από ένα σημείο και πέρα το χιόνι είχε εξαφανίσει τα αχνάρια.
2. πρότυπο σχέδιο από χαρτόνι για παπούτσια, ρούχα κτλ.: Έψαχναν για τ' αχνάρι της ζακέτας, αλλά δεν το 'βρισκαν.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αχνάρι — και χνάρι, το 1. το αποτύπωμα του πέλματος από τα πόδια ανθρώπων ή ζώων 2. ίχνος, σημάδι 3. το πέλμα του ποδιού 4. μέτρο μήκους (όσο το πέλμα του ποδιού) («το ρίχνουν τα κλεφτόπουλα και πάει σαράντα χνάρια»). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αχνάρι < μσν.… …   Dictionary of Greek

  • ιχνάριο(ν) — το βλ. αχνάρι …   Dictionary of Greek

  • πάτημα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 260 μ.) στη πρώην επαρχία Αποκορώνου του νομού Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καστέλλου. * * * το, ΝΜΑ [πατώ] νεοελλ. 1. το αποτέλεσμα τού πατώ, το βήμα («υπό τα θεία πατήματα», Κάλβ.) 2. η ενέργεια τού πατώ, το… …   Dictionary of Greek

  • πατημασιά — και πατησιά, η ίχνος, αχνάρι από πόδι ανθρώπου ή ζώου («οι πατημασιές στο χιόνι οδήγησαν τους κυνηγούς στη φωλιά τής αρκούδας»). [ΕΤΥΜΟΛ. < πάτημα + κατάλ. σιά, ενώ ο τ. πατησιά < πατώ + κατάλ. σιά (πρβλ. περπατη σιά)] …   Dictionary of Greek

  • περδικοπάτημα — το πάτημα, αχνάρι πέρδικας …   Dictionary of Greek

  • στάμπα — η, και στάμπο, το, Ν 1. τύπος γραμμάτων, λέξεων, συνθηματικών σημείων από ξύλο ή άλλο υλικό, σφραγίδα 2. το αποτύπωμα αυτού τού τύπου 3. ύφασμα χρωματισμένο με τον τύπο αυτό 4. πρότυπο σχέδιο, αχνάρι για την κατασκευή υποδημάτων κ.ά. ειδών 5. η… …   Dictionary of Greek

  • χνάρι — το, Ν βλ. αχνάρι …   Dictionary of Greek

  • Α,α — Το γράμμα που παρέμεινε επικεφαλής του αλφαβήτου, σε όλη τη διάρκεια και τις φάσεις της ιστορίας του. Προήλθε από το πρώτο σύμβολο του φοινικικού αλφαβήτου, που είχε το γραμμικό σχήμα ⊄, δηλαδή περίπου το σχήμα της κεφαλής του ταύρου και… …   Dictionary of Greek

  • πάτημα — το 1. η πράξη του πατώ, η πίεση με το πόδι: Το πάτημα των σταφυλιών. 2. ίχνος πέλματος, αχνάρι, πατημασιά: Το θήραμα κυνηγιέται ευκολότερα στο χιόνι, πάνω στο οποίο αφήνει τα πατήματά του. 3. θόρυβος βήματος: Ακούω κάθε βράδυ πατήματα στην αυλή.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πατημασιά — η ίχνος ποδιού, αχνάρι, πατησιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”